- ομογενοποίηση
- και ομοιογενοποίηση, η1. (μικρβλ.) μέθοδος που χρησιμοποιείται για εμπλουτισμό μικροβιοφόρου υλικού και διευκόλυνση τής ανίχνευσης τών μικροβίων2. (μεταλργ.) η κατεργασία μετάλλου σε υψηλή θερμοκρασία και για αρκετό χρονικό διάστημα, με σκοπό την επίτευξη ομοιόμορφης κρυσταλλικής δομής τού μετάλλου3. (τροφ. τεχνολ.) διαδικασία περιορισμού μιας ουσίας ενός υγρού τροφίμου σε πολύ μικρά σωματίδια και ομοιόμορφης κατανομής τους σε όλο το υγρό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. homogenization < ομογενής + ποιώ].
Dictionary of Greek. 2013.