ομογενοποίηση

ομογενοποίηση
και ομοιογενοποίηση, η
1. (μικρβλ.) μέθοδος που χρησιμοποιείται για εμπλουτισμό μικροβιοφόρου υλικού και διευκόλυνση τής ανίχνευσης τών μικροβίων
2. (μεταλργ.) η κατεργασία μετάλλου σε υψηλή θερμοκρασία και για αρκετό χρονικό διάστημα, με σκοπό την επίτευξη ομοιόμορφης κρυσταλλικής δομής τού μετάλλου
3. (τροφ. τεχνολ.) διαδικασία περιορισμού μιας ουσίας ενός υγρού τροφίμου σε πολύ μικρά σωματίδια και ομοιόμορφης κατανομής τους σε όλο το υγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. homogenization < ομογενής + ποιώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιπάσματα — Φυσικές ή τεχνητές ουσίες, οι οποίες εφοδιάζουν τα γεωργικά εδάφη με τα απαραίτητα για την ανάπτυξη των φυτών λιπαντικά στοιχεία που αφαιρέθηκαν με τις διαδοχικές καλλιέργειες και συλλογές καρπών. Από τα γνωστά χημικά στοιχεία, μόνο δεκαπέντε… …   Dictionary of Greek

  • γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… …   Dictionary of Greek

  • διαβρέκτες — Ουσίες που συγκεντρώνονται στην επιφάνεια του υγρού μέσα στο οποίο διαλύονται και προκαλούν ελάττωση της επιφανειακής του τάσης, με αποτέλεσμα να γίνεται δυνατή η αύξηση της επιφάνειας του συστήματος με μικρή κατανάλωση ενέργειας. Για παράδειγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”